κείμεναι

κείμεναι
κέω
to lie down
pres inf act (epic)
κεῖμαι
Aër.
perf part mp fem nom/voc pl
κεῖμαι
Aër.
pres part mp fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κείμεν' — κείμεναι , κέω to lie down pres inf act (epic) κείμενα , κεῖμαι Aër. perf part mp neut nom/voc/acc pl κείμενα , κεῖμαι Aër. pres part mp neut nom/voc/acc pl κείμενε , κεῖμαι Aër. perf part mp masc voc sg κείμενε , κεῖμαι Aër. pres part mp masc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί …   Dictionary of Greek

  • στοίχος — ο / στοῑχος, ΝΑ 1. ευθύγραμμη διάταξη ή παράταξη, σειρά, αράδα, γραμμή (α. «παρατάχθηκαν σε τρεις στοίχους» β. «νῆσοι κατὰ στοῑχον κείμεναι», Θουκ. γ. «ὁ πρῶτος στοῑχος τῶν ἀναβαθμῶν», Ηρόδ.) 2. (δομ.) καθεμιά από τις οριζόντιες σειρές από πέτρες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”